- καταστοχαζομαι
- καταστοχάζομαικατα-στοχάζομαιулавливать, разгадывать
(τὸ μέλλον Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὸ μέλλον Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
καταστοχάζομαι — aim at pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστοχάζεσθε — καταστοχάζομαι aim at pres imperat mp 2nd pl καταστοχάζομαι aim at pres ind mp 2nd pl καταστοχάζομαι aim at imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστοχαζομένων — καταστοχάζομαι aim at pres part mp fem gen pl καταστοχάζομαι aim at pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστοχαζόμεθα — καταστοχάζομαι aim at pres ind mp 1st pl καταστοχάζομαι aim at imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστοχαζόμενον — καταστοχάζομαι aim at pres part mp masc acc sg καταστοχάζομαι aim at pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστοχάζῃ — καταστοχάζομαι aim at pres subj mp 2nd sg καταστοχάζομαι aim at pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστοχαζομένη — καταστοχάζομαι aim at pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστοχαζομένοις — καταστοχάζομαι aim at pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστοχαζομένους — καταστοχάζομαι aim at pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστοχαζόμεναι — καταστοχάζομαι aim at pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστοχαζόμενοι — καταστοχάζομαι aim at pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)